τροπάρι(ον)

τροπάρι(ον)
το церк, тропарь;

§ ψάλλω το ιδιο τροπάρι(ον) — твердить одно и то же, твердить как пономарь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τροπάρι(ον)" в других словарях:

  • τροπάρι(ο) — το / τροπάριον, ΝΜ (λειτ.) (στην υμνολογία) καθένα από τα σύντομα λειτουργικά άσματα τα οποία ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (α. «αναστάσιμα τροπάρια» β. «νεκρώσιμα τροπάρια») νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται με στερεότυπο… …   Dictionary of Greek

  • τροπάρι(ο) — το σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος: Το τροπάριο της Κασσιανής. 2. ό,τι στερεότυπα επαναλαμβάνεται: Έλεγα να φύγουμε, αυτός το τροπάρι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπάρι — Είδος σύντομου εκκλησιαστικού ύμνου, που ψάλλεται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Τ. ονομάστηκαν θρησκευτικοί ύμνοι, είτε από τον διάφορο τρόπο (ήχο) που ψάλλονται, είτε από τους τρόπους, δηλαδή τα ήθη των αγίων που υμνούνται με αυτά, είτε, τέλος …   Dictionary of Greek

  • Eimaste Dyo, Eimaste Treis, Eimaste Hilioi Dekatreis! — Eimaste dyo, eimaste treis, eimaste xilioi dekatreis! (in English: We are two, we are three, we are one thousand and thirteen!) is a song by Mikis Theodorakis, the leftist socialistFact|date=September 2008 Greek composer and politician. The song… …   Wikipedia

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • ζωνάρι — και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν) 1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»